- Ἀρχίβιος
- Ἀρχίβιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρχιβίου — Ἀρχίβιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχίβιον — Ἀρχίβιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… … Dictionary of Greek